ἰσχυρότης

ἰσχυρότης
ἰσχυρότης, ητος, ἡ (s. prec. and next entry; Dionys. Hal. 3, 65, 2 Jac. v.l.; Philo, Leg. All. 3, 204) power, (inward) strength προσῆλθεν ὑμῖν ἰ. you received power Hv 3, 12, 3. Of stones: solidity, strength (cp. Job 6:12 ἰσχὺς λίθων) Hs 9, 8, 7.—DELG s.v. ἰσχύς.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ισχυρότης — ἰσχυρότης, ἡ (Α) [ισχυρός] δύναμη, ισχύς …   Dictionary of Greek

  • ἰσχυρότης — strength fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχυρότητα — ἰσχυρότης strength fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχυρότητι — ἰσχυρότης strength fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχυρότητος — ἰσχυρότης strength fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”